- ἐμβλαστάνω
- ἐμβλαστ-άνω,A grow on a plant, as mistletoe, Thphr.CP5.15.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμβλαστάνω — (AM ἐμβλαστάνω) (για παρασιτικά φυτά) ριζοβολώ και αυξάνομαι παρασιτικά μέσα ή πάνω σε άλλο φυτό … Dictionary of Greek
παρεμβλαστάνω — Α [εμβλαστάνώ] 1. βλασταίνω κοντά 2. προσαυξάνω … Dictionary of Greek